- αρρενωπός
- -ή, -ό (AM ἀρρενωπός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση2. επίρρ. ἀρρενωπῶςθαρραλέα, σταθεράαρχ.(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωπος < -ωψ, -ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός (πρβλ. αγριωπός, αντωπός)].
Dictionary of Greek. 2013.